επενδύομαι

επενδύομαι
επενδύομαι, επενδύθηκα, επενδυμένος βλ. πίν. 6

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επενδιδύσκομαι — ἐπενδιδύσκομαι (Α) επενδύομαι …   Dictionary of Greek

  • σκυτώ — (I) έω, Α [σκῦτος] σκυτεύω*. (II) όω, Α [σκῡτος] (κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, όομαι καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”